ξέσκεπος

ξέσκεπος
-η, -ο
1. ξεσκέπαστος
2. μτφ. απροκάλυπτος, ειλικρινής, ντόμπρος
3. παροιμ. «γεννήθηκα σε σπίτι ξέσκεπο» — τά λέω όλα καθαρά και ξάστερα, είμαι ντόμπρος.
επίρρ...
ξέσκεπα
απροκάλυπτα, φανερά, ειλικρινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεσκεπάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξέσκεπος — η, ο βλ. ξεσκέπαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβούλλωτος — η, ο [βουλλώνω] ξεβούλλωτος, απωμάτιστος, ξέσκεπος …   Dictionary of Greek

  • ξεσκέπαστος — η, ο [ξεσκεπάζω] 1. αυτός που δεν έχει σκέπασμα, κάλυμμα, ξέσκεπος, ακάλυπτος 2. μτφ. αυτός που δεν κρύβει τίποτε, ειλικρινής …   Dictionary of Greek

  • ξεσκέπαστος — ξεσκέπαστος, η, ο και ξέσκεπος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι σκεπασμένος, ο ακάλυπτος, ο αστέγαστος: Κι η βάρκα ύστερα θα φτάνει σε ξεσκέπαστο ανεμόδαρτο λιμάνι (Παλαμάς). 2. ειλικρινής, ευθύς, ίσιος, ντόμπρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”