- ξέσκεπος
- -η, -ο1. ξεσκέπαστος2. μτφ. απροκάλυπτος, ειλικρινής, ντόμπρος3. παροιμ. «γεννήθηκα σε σπίτι ξέσκεπο» — τά λέω όλα καθαρά και ξάστερα, είμαι ντόμπρος.επίρρ...ξέσκεπααπροκάλυπτα, φανερά, ειλικρινά.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεσκεπάζω].
Dictionary of Greek. 2013.